Τα τελευταία χρόνια οι αρνητικές επιπτώσεις των ακραίων καιρικών συνθηκών (υψηλές θερμοκρασίες, έλλειψη βροχοπτώσεων, θερμά αέρια κύματα, κλπ) στην παραγωγικότητα των ελαιοδέντρων στη Μεσογειακή Λεκάνη γίνεται πιο έντονη.
Οι εκτιμήσεις για τη φετινή παραγωγή ελαιολάδου όλων των φορέων (ΔΣΕ, ΕΕ, οργανώσεις παραγωγών) αναφέρουν μείωση μέχρι και 30%, ενώ η μείωση της παραγωγής στην Ισπανία μπορεί να φτάσει και το 50% της περιόδου 2021-22 λόγω των υψηλών θερμοκρασιών (36-45 oC την περίοδο της καρπόδεσης) και την έλλειψη βροχοπτώσεων. Και οι αρνητικές επιπτώσεις εντείνονται σε νέους ελαιώνες με υπέρπυκνη φύτευση (80-160 φυτά/στρέμμα) που επεκτείνονται τα τελευταία χρόνια λόγω των μεγάλων ποσοτήτων νερού που απαιτούνται και δεν είναι διαθέσιμες, αλλά και της μεγάλης αύξησης της τιμής των λιπασμάτων. Σοβαρότερα προβλήματα αντιμετωπίζουν και οι νέες χώρες (Αργεντινή, Χιλή, Αυστραλία, Κίνα, κλπ), που οι εδαφοκλιματικές συνθήκες είναι οριακές.
Ήδη στην Ισπανία υπάρχουν σοβαροί προβληματισμοί για την επέκταση των ελαιώνων με υπέρπυκνες φυτεύσεις που γίνεται τα τελευταία χρόνια σε περιοχές με σιτηρά ή βαμβάκι, σε εδάφη που εκχερσώνονται, αλλά και εκτάσεις με παραδοσιακούς ελαιώνες που εκριζώνονται και αντικαθίστανται με υπερεντατικές φυτείες. Στόχος η μεγιστοποίηση του εισοδήματος των παραγωγών(;) αλλά και των εταιρειών που προωθούν τις υπερεντατικές φυτεύσεις. Και αναπτύσσονται σοβαρές ενστάσεις, τόσο από επιστήμονες και υπηρεσιακούς παράγοντες όσο και συνεταιριστικές οργανώσεις για την χωρίς σχεδιασμό αύξηση αυτών των ελαιώνων. Ενστάσεις που αφορούν την βιωσιμότητα των ελαιώνων, την βιοποικιλότητα των περιοχών και την διαθεσιμότητα των υδατικών πόρων. Και προβληματίζει το γεγονός ότι το Διεθνές Συμβούλιο Ελαιοκομίας (IOC) δεν παίρνει θέση ενώ μελετά τις επιπτώσεις των μεταβολών του κλίματος στην ελαιοκαλλιέργεια.
Το περιβάλλον μέσα στο οποίο καλείται να λειτουργήσει ο Ελληνικός ελαιοκομικός τομέας σήμερα και πολύ περισσότερο αύριο διαφοροποιείται σημαντικά αφού με την «πράσινη συμφωνία» οι απαιτήσεις για μια φιλο-περιβαλλοντική ελαιοκαλλιέργεια είναι αναγκαιότητα, οι μηχανισμοί στήριξης του παραγωγού λόγω ΚΑΠ έχουν ελαχιστοποιηθεί, η αγορά λειτουργεί με βάση την προσφορά και ζήτηση, η Ισπανία ελέγχει την παγκόσμια αγορά (παραγωγής και ζήτησης), η ζήτηση του χύμα ελαιολάδου από την Ιταλία έχει πτωτική τάση και εισέρχονται δυναμικά στην αγορά ανταγωνιστικές χώρες (Τυνήσια, Μαρόκο, Τουρκία, κλπ.) με χαμηλό κόστος παραγωγής. Με δεδομένα και τα δομικά προβλήματα της ελαιοκαλλιέργειας στην Ελλάδα (ανυπαρξία βιώσιμων συνεταιρισμών, μικρός κλήρος, κλπ), ο ελαιοκομικός τομέας δεν μπορεί να «παίξει» με αξιώσεις και ανταγωνιστικό κόστος στη ‘μαζική παραγωγή’ έξτρα παρθένου ελαιολάδου σε ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον.
Γι αυτό η σημαντικότερη πρόκληση που καλείται να αντιμετωπίσει σήμερα και στο άμεσο μέλλον η ελαιοκαλλιέργεια στη Ελλάδα έχει να κάνει με τη βιώσιμη ανάπτυξή ως προς τις τρεις διαστάσεις της, την οικονομική, την κοινωνική και την περιβαλλοντική. Αυτό σημαίνει αλλαγή τρόπου παραγωγής, κατανάλωσης και εμπορίας των ελαιοκομικών προϊόντων. Στόχος θα είναι η αύξηση του εισοδήματος των ελαιοκαλλιεργητών, η εφαρμογή πρακτικών για προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή που προστατεύουν το έδαφος, το νερό, τη βιοποικιλότητα και η παραγωγή ποιοτικών και ασφαλών ελαιοκομικών προϊόντων (μέσω της ιχνηλάτησης σε όλα τα στάδια παραγωγής) για τους καταναλωτές.
Σημαντικά μέσα για την υλοποίηση των στόχων είναι η δημιουργία βιώσιμων συνεταιρισμών και ομάδων παραγωγών (εξαλείφοντας το μειονέκτημα του μικρού κλήρου) και ο ψηφιακός μετασχηματισμός της παραγωγής. Αυτό σημαίνει αλλαγή νοοτροπίας και χρήση των ψηφιακών μέσων της τεχνολογίας και των πληροφοριακών συστημάτων για τη μετατροπή υπαρχουσών διαδικασιών από χειρωνακτικές και υλικές σε ψηφιακές, με στόχο τη βελτίωση της συνολικής απόδοσης μιας γεωργικής εκμετάλλευσης. Ο ελαιοκαλλιεργητής θα έχει σε πραγματικό χρόνο πληροφορίες για τις μετεωρολογικές συνθήκες που επικρατούν στον ελαιώνα του, την γονιμότητα του εδάφους, θα βελτιστοποιεί την χρήση λιπασμάτων, προϊόντων φυτοπροστασίας, χρόνου συγκομιδής και νερού με εφαρμογή της άρδευσης ακριβείας. Η πρόσβαση στο διαδίκτυο, που είναι απαραίτητη για τον ψηφιακό μετασχηματισμό, θα μειώσει το αίσθημα κοινωνικής και οικονομικής περιθωριοποίησης των αγροτών ως αποτέλεσμα έλλειψης ικανοποιητικής εκπαίδευσης για τη δημιουργική χρήση του διαδικτύου. Το κλειδί για τον επιτυχημένο ψηφιακό μετασχηματισμό είναι η ανάπτυξη μιας ολοκληρωμένης και συνεκτικής πολιτικής για τον ελαιοκομικό τομέα για τους αγρότες, τους συνεταιρισμούς και τις επιχειρήσεις. Οι πολιτικές θα πρέπει να μειώνουν το κόστος μεγιστοποιώντας τα οφέλη και να μειώνουν τυχόν ανισότητες που είναι αποτέλεσμα της τεχνολογικής προόδου μέσω της εκπαίδευσης και της κατάρτισης.
Η πολιτική αυτή αφ’ ενός θα αντιμετωπίζει τα προβλήματα και τις αδυναμίες του παρελθόντος και αφ’ ετέρου θα αναδεικνύει τα πλεονεκτήματα που υπάρχουν στην χαμηλών εισροών ελαιοκαλλιέργεια. Στα πλαίσια αυτής της πολιτικής, η χώρα μας θα πρέπει εκτός από τα παραπάνω να επενδύσει στην ανάδειξη και κατοχύρωση (rights) των ελληνικών ποικιλιών ελιάς ως απάντηση στην επιδιωκόμενη ‘ελαιοκομική παγκοσμιοποίηση’ των Ισπανών, τη βελτίωση και διασφάλιση της ποιότητας και ασφάλειας του προϊόντος (εκσυγχρονισμός και πιστοποίηση ελαιουργείων, ιχνηλασιμότητα, κλπ), την εξυγίανση του τρόπου οργάνωσης και λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς (πάταξης νοθείας, ελληνοποιήσεων), της διαφοροποίησης του από τα σπορέλαια (ενημέρωση καταναλωτών), κλπ. Και βέβαια την πολιτική αυτή θα πρέπει να την ακολουθήσουν όλοι οι εμπλεκόμενοι στον ελαιοκομικό τομέα, οι παραγωγοί, οι ελαιοτριβείς, οι τυποποιητές, οι έμποροι, ακόμη και οι επιχειρήσεις λιανικού εμπορίου. Επιπλέον, αυτή η πολιτική πρέπει να υποστηριχθεί σταθερά από την πλευρά της Πολιτείας με τα κατάλληλα χρηματοδοτικά προγράμματα.