Γράφει ο δρ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΑΡΤΖΟΥΛΑΚΗΣ
*Η αλλαγή του κλίματος είναι μια από τις μεγαλύτερες περιβαλλοντικές, κοινωνικές και οικονομικές απειλές που αντιμετωπίζει ο πλανήτης.
Ορισμένες επιστημονικές παρατηρήσεις, όπως η αύξηση του CO2 της ατμόσφαιρας, η μικρή αλλά συνεχής αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη, τα έντονα καιρικά φαινόμενα, κ.α. είναι ενδείξεις ότι η αλλαγή του κλίματος είναι σε εξέλιξη. Το κλίμα της γης, επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες, κυρίως από το ποσό της ενέργειας που προέρχεται από τον ήλιο, αλλά και από παράγοντες όπως η συγκέντρωση των “αερίων του θερμοκηπίου” στην ατμόσφαιρα, και οι ιδιότητες της επιφάνειας της γης, που καθορίζουν τον τρόπο με τον οποίο το μεγαλύτερο μέρος της ηλιακής ενέργειας διατηρείται ή αντανακλάται πίσω στο διάστημα.
Τα τελευταία δε επιστημονικά δεδομένα επιβεβαιώνουν ότι η αλλαγή του κλίματος μπορεί να οφείλεται σε ανθρώπινες δραστηριότητες όπως η καύση ορυκτών καυσίμων, οι γεωργικές δραστηριότητες και οι αλλαγές τη ς χρήσης γης και η καταστροφή των δασών. Οι ανωτέρω δραστηριότητες αυξάνουν τις εκπομπές του C02 και των άλλων αερίων που ευθύνονται για το “φαινόμενο του θερμοκηπίου”. Τα αέρια αυτά λόγω συσσώρευσής τους στην ατμόσφαιρα παγιδεύουν τη θερμότητα, λειτουργώντας σαν φίλτρο μιας κατεύθυνσης. Επιτρέπουν στην ηλιακή ενέργεια να περάσει στην ατμόσφαιρα, αλλά παρεμποδίζουν την ανάκλαση μέρους της θερμότητας (ακτινοβολίες μεγάλου μήκους κύματος) με αποτέλεσμα η θερμότητα αυτή να μη διαφεύγει προς το διάστη μα και να παραμένει στη γη και έτσι προοδευτικά να αυξάνεται η θερμοκρασία της.
Η συγκέντρωση του CO2 άρχισε να αυξάνεται προοδευτικά εδώ και 200 χρόνια φτάνοντας σήμερα τα 375 ppm έναντι 280 ppm που ήταν πριν την βιομηχανική ανάπτυξη (Σχ. 1), μια αύξηση της τάξεως του 33%. Η τάση αυτή επιβεβαιώνεται και από τις μετρήσεις στο Ινστιτούτο Ελιάς και Υποτροπικών Φυτών Χανιών, όπου η συγκέντρωση του CO
2 στο Αγροκήπιο αυξήθηκε από τα 322 ppm το 1987 στα 365 ppm το 2007. Ωστόσο, ακόμη όμως και αν υποθέσουμε ότι η αύξηση του CO
2 με τα μέτρα που θα ληφθούν θα σταματήσει, θα χρειασθούν αιώνες για να μειωθεί η συγκέντρωση CO
2.
Εφόσον η αύξηση της συγκέντρωσης του C02 στην ατμόσφαιρα συνεχίζεται, θα αυξάνεται προοδευτικά και η θερμοκρασία της γης (Σχ. 2). Πιο συγκεκριμένα, τα έντεκα από τα δώδεκα τελευταία έτη (1995-2006) συγκαταλέγονται μεταξύ των 12 θερμότερων ετών από το 1850. Κατά τα τελευταία 100 χρόνια (1906-2005), η θερμοκρασία του πλανήτη έχει αυξηθεί κατά 0,74°C.
Η παγκόσμια μέση θερμοκρασία αναμένεται να αυξηθεί κατά 0,2 °C περίπου ανά δεκαετία για τις επόμενες δυο δεκαετίες. Αν συνεχισθούν οι εκπομπές των “αερίων του θερμοκηπίου” στο ση μερινό επίπεδο ή πάνω από αυτό, θα προκαλέσουν περαιτέρω αύξηση της παγκόσμιας θερμοκρασίας, με σημαντικές επιπτώσεις στην αλλαγή του κλίματος μέσα στον 21ο αιώνα. 1,8 °C (1,1 - 2,9 °C) εάν διπλασιασθεί η περιεκτικότητα του C02 στην ατμόσφαιρα (σενάριο 2x C02 4 °C (2,4 - 6,4 °C) εάν τετραπλασιασθεί (σενάριο 4χ C02°C°C αντίστοιχα για τα δύο σενάρια. Ιδιαίτερα για τις παραλιακές περιοχές τη ς ανατολικής Μεσογείου, η αύξηση προβλέπεται να είναι 1,5 oC το 2050 (Ragab and Prudhomme, 2002). Εκτός από την αύξηση της μέσης ετήσιας θερμοκρασίας, αναμένεται να αυξηθεί η συχνότητα και η ένταση εμφάνισης καύσωνα στην Ευρώπη (IPCC, 2001a).
Στην Ελλάδα τη δεκαετία του ’90 ο αριθμός περιόδων με καύσωνα ήταν τρεις φορές μεγαλύτερος από την περίοδο της δεκαετίας του 1960 (Tsiourtis, 2002). Θεωρείται βέβαιο, τουλάχιστον με τα σημερινά δεδομένα, ότι στην εύκρατο ζώνη θα μειωθούν οι μέρες ψύχους και θα επεκταθούν οι “θερμές μέρες” (ο Μάρτιος θα είναι όπως ο Απρίλιος και ο Νοέμβριος όπως ο Οκτώβριος) και θα διαταραχθεί η κατανομή των βροχοπτώσεων.
Από τα στοιχεία του κλίματος της τελευταίας 25ετίας (1981-2006) στο Ν. Χανιών φαίνεται ότι υπάρχουν έτη που η απόλυτη και μέση μέγιστη θερμοκρασία ήταν 3-5°C πάνω από τον μέσο όρο τον μήνα Μάρτιο με τάση αύξησης (Σχ. 3).
Κλιματικές αλλαγές, επομένως όπως η αύξηση της μέσης θερμοκρασίας του περιβάλλοντος, η μείωση των περιόδων με χαμηλές θερμοκρασίες, η αύξηση των περιόδων με ασθενείς βροχοπτώσεις και ξηρασία και τα έντονα και ακραία καιρικά φαινόμενα, συνδέονται άμεσα με την παραγωγικότητα της γεωργίας.
Επιπτώσεις στα φυτά
Αφού η διαθεσιμότητα του C02 στην ατμόσφαιρα για τα φυτά θα είναι αυξημένη, τα φυτά θα αυξήσουν το ρυθμό φωτοσύνθεσης και επομένως θα αναπτύσσονται ταχύτερα (Σχ. 4). Επιπλέον, τα φυτά μπορεί να καταναλώνουν λιγότερο νερό, αφού τα υψηλότερα επίπεδα διοξειδίου του άνθρακα θα προκα-λούν το μερικό κλείσιμο των στομάτων των φύλλων, μέσω των οποίων γίνεται η ανταλλαγή των υδρατμών και των άλλων αερίων στην ατμόσφαιρα. Αυτό τους επιτρέπει να χρησιμοποιούν πιο αποδοτικά το νερό, παράγοντας περισσότερη φυτική ύλη ανά μονάδα νερού που καταναλώνουν. Σε πειράματα που έχουν γίνει σε ελεγχόμενη ατμόσφαιρα φαίνεται ότι ο διπλασιασμός των επιπέδων του διοξειδίου του άνθρακα μπορεί να μειώσει τη διαπνοή, δηλαδή τη κατανάλωση νερού από τα φυτά στη διάρκεια της φωτοσύνθεσης, κατά 30-50%.
Ωστόσο, η ευεργετική επίδραση στην ανάπτυξη των φυτών από την αύξηση του C02 στην ατμόσφαιρα, είναι πιθανό να μηδενισθεί ή και να είναι αρνητική, αφού υπάρχει η αλληλεπίδραση και άλλων παραγόντων, όπως η αυξημένη θερμοκρασία, η αυξημένη συγκέντρωση όζοντος και η έλλειψη νερού, που δρούν αρνητικά στην ανάπτυξη των φυτών. Πολλές καλλιέργειες, κυρίως δενδρώδεις, όπως τα οπωροφόρα, η ελιά, το αμπέλι, θα δεχθούν πιθανόν λιγότερες ώρες ψύχους σε σχέση με τις ανάγκες τους, λόγω μείωσης των περιόδων με χαμηλές θερμοκρασίες, που θα επηρεάσει τις ενζυματικές διεργασίες που είναι απαραίτητες για την έκπτυξη αλλά και τη διαφοροποίηση των οφθάλμών από φυλλοφόρους σε ανθοφόρους.
Αποτέλεσμα θα είναι η άριστη ανάπτυξη αλλά και η μείωση της παραγωγής. Επίσης θά είναι δυνατή η εγκατάσταση φυτειών οπωροφόρων και ελαιώνων σε μεγαλύτερα υψόμετρα, όπως και σε βορειότερες περιοχές. Τέλος, νέα είδη φυτών, κυρίως υποτροπικά και τροπικά από νοτιότερα γεωγραφικά πλάτη, θα είναι δυνατό να καλλιεργηθούν στη χώρα μας.
Επιπτώσεις στους υδατικούς πόρους
Οι κλιματικές αλλαγές μπορούν να επηρεάσουν την ποσοτική και ποιοτική κατάσταση των υδατικών πόρων, επειδή αλλάζουν τον υδρολογικό κύκλο, που με τη σειρά του επηρεάζει την ένταση και συχνότητα των πλημμυρών και της ξηρασίας, τη διαθεσιμότητα, τη ζήτηση και την ποιότητα του νερού (συμπεριλαμβανομένης της θερμοκρασίας και της περιεκτικότητας σε στοιχεία). Οι μεταβολές αυτές έχουν επιπτώσεις σε όλα τα κοινωνικοοικονομικά και περιβαλλοντικά αγαθά και υπηρεσίες, οι οποίες εξαρτώνται άμεσα ή έμμεσα από αυτές. Για την Ευρώπη τα μοντέλα για τη ν αλλαγή του κλίματος προβλέπουν μια αύξηση της θερμοκρασίας κατά 2.1-4.4 oC μέχρι το 2080 (ΕΕΑ, 2006), με τη μεγαλύτερη αύξηση στις νότιοανατολικές περιοχές, μείωση των βροχοπτώσεων μέχρι και 20% στην Ν.Α., Ευρώπη (IPPC, 2007) και αύξηση των ακραίων καιρικών φαινομένων με έντονη ξηρασία όλες τις εποχές (Alexander et. al., 2005).
Τα υπόγεια νερά είναι ένα σημαντικό στοιχείο του υδρολογικού κύκλου. Η αναπλήρωση της ποσότητας στους υπόγειους υδροφορείς εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, με σημαντικότερο την βροχόπτωση κυρίως την χειμερινή περίοδο. Τα υπάρχοντα στοιχεία δείχνουν ότι υπάρχει μια μείωση στην αναπλήρωση της ποσότητας στους υδροφορείς εξαιτίας των κλιματικών αλλαγών και της υπεράντλησης.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η πεδιάδα της Μεσαράς (Σχ. 6). Περαιτέρω επιδείνωση πιθανό να συμβεί λόγω μειωμένης αναπλήρωσης που προκαλείται από τη μείωση του χρόνου αναπλήρωσης (μείωση περιόδου βροχοπτώσεων και διάρκειας χιονοπτώσεων). Στις παράκτιες περιοχές, ιδίως στην Ν. Ευρώπη, όπου η πίεση της ζήτησης για νερό είναι ήδη μεγάλη λόγω της γεωργίας και του τουρισμού, η μειωμένη διαθεσιμότητα νερού από επιφανειακές πηγές (φράγματα) και της μειωμένης αναπλήρωσης των υπόγειων υδροφορέων θα αυξήσει σημαντικά την πίεση στους υπόγειους υδροφορείς. Πολλοί από αυτούς έχουν ήδη υπεραντληθεί και δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν λόγω αύξησης της αλατότητας (είσοδος θαλασσινού νερού).
Οι έντονες τοπικές βροχοπτώσεις (μεγάλης έντασης και μικρής διάρκειας) που πιθανό 0α επικρατήσουν, δεν θα απορροφούνται από το έδαφος, είτε για αύξηση της υγρασίας του στα βαθύτερα στρώματα είτε για την επαναπλήρωση του υδροφορέα. Το μεγαλύτερο μέρος θα καταλήγει στη θάλασσα, συμπαρασύροντας πολύτιμο επιφανειακό έδαφος. Ιδιαίτερα ευαίσθητες είναι επικλινείς περιοχές μετά από μακρά περίοδο ξηρασίας. Τια να αποφευχθεί η ερημοποίηση θα πρέπει να καλυφθεί το έδαφος με φυτά που αντέχουν στην ξηρασία, όπως η χαρουπιά, η ελιά, τα αρωματικά φυτά. Στόχος πρέπει να είναι η συγκράτηση των νερών από τις βροχοπτώσεις, ιδιαίτερα στις ορεινές περιοχές, και η αποθήκευσή τους σε μικρές λιμνοδεξαμενές είτε για άρδευση ή εμπλουτισμό του υπόγειου υδροφορέα. .
Μεγάλο ρόλο στην αποφυγή των απωλειών νερού θα παίξει και η διατήρηση του δάσους (χαμηλής ή υψηλής βλάστησης). Το δάσος ρυθμίζει την κίνηση και αποθηκεύει το νερό. Επιπλέον, αποτελεί βασικό ρυθμιστή του κλίματος, αφού μαζί με του ωκεανούς αποτελούν την ασπίδα προστασίας από τη ν αύξηση του C02 στην ατμόσφαιρα με την απορρόφησή του. Το δάσος είναι ίσως ο μεγαλύτερος σύμμαχό μας στην αντιμετώπιση των κλιματικών αλλαγών. Η προφύλαξη των δασών επομένως είναι ευθύνη του κράτους και των υπηρεσιών του, αλλά και του καθενός από εμάς.
Αν και τα βασικά μοντέλα αλλαγής του κλίματος συμφωνούν στο θέμα των μεταβολών, δεν είναι τόσο ακριβή, ώστε να προβλέπουν τι θα συμβεί σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο και πότε. Για τη ν Ελλάδα προβλέπεται ότι η ετήσια βροχόπτωση θα μειωθεί κατά 5-20%, με μεγαλύτερη μείωση στις καλοκαιρινές βροχοπτώσεις. Έτσι, περιοχές που έχουν ήδη φτάσει ή πλησιάζουν τα όρια εξάντλησης των αποθεμάτων τους, μπορούν να μπουν σε παρατεταμένη περίοδο ξηρασίας
Όλα τα ανωτέρω συντείνουν σε ένα αποτέλεσμα. Την έλλειψη επάρκειας νερού για τις ανάγκες της γεωργίας. Και αυτή μάλλον θα είναι η πραγματική απειλή για τη χώρα μας από τις κλιματικές αλλαγές, απειλή που ήδη σε πολλές περιοχές έχει κάνει την παρουσία της αισθητή.
Οι προβλέψεις δείχνουν ότι η κατάσταση των υδατικών πόρων σε παγκόσμιο αλλά και τοπικό επίπεδο είναι πιθανό να χειροτερεύσει τα επόμενα χρόνια, εκτός αν αλλάξει ο τρόπος διαχείρισής τους. Ο κόσμος σήμερα αλλάζει πολύ γρήγορα, και μαζί με αυτόν πρέπει να αλλάξουν και οι εφαρμοζόμενες πρακτικές στη διαχείριση του νερού και του περιβάλλοντος. Οι παρούσες και μελλοντικές ανάγκες και τα προβλήματα που σχετίζονται με το νερό και το περιβάλλον γενικότερα θα πρέπει να αναλυθούν αντικειμενικά στο φως των αλλαγών που αναμένονται.
Και βέβαια τα έργα, και όχι τα λόγια, είναι το πιο σημαντικό για να αποφευχθεί η κρίση για το νερό, που δεν είναι ένα παροδικό φαινόμενο που να αντιμετωπισθεί με τον τρόπο που αντιμετωπίζονται οι διάφορες άλλες κρίσεις όταν θα συμβούν.
Η αντιμετώπιση της κρίσης για το νερό απαιτεί λύσεις με μακροχρόνιους σχεδιασμούς και διάρκεια εφαρμογής, πέρα από τις άμεσες αποφάσεις στα γραφεία. Οι πολιτικοί και αυτοί που αποφασίζουν πρέπει να είναι πλήρως ενημερωμένοι για το μέγεθος του προβλήματος σε τοπικό, εθνικό και διεθνές επίπεδο. Αυτό είναι απαραίτητο για να επινοηθούν οι κατάλληλες πολιτικές, στρατηγικές και σχέδια εφαρμογής για τη πρόληψη της κρίσης, αλλά και η δημιουργία το^ κατάλληλου περιβάλλοντος για την εφαρμογή τους.
Είναι λοιπόν αναγκαίο και για τη χώρα μας να εφαρμοσθεί άμεσα ο Ν. 3199/2003 “Προστασία και διαχείριση υδάτων - Εναρμόνιση με την Οδηγία 2000/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Οκτωβρίου 2000”, που είναι ένα σύγχρονο θεσμικό πλαίσιο σύμφωνο με την Οδηγία-Πλαίσιο τη ΕΕ για το νερό.
Αυτό σημαίνει πρώτα από όλα να πάψει η πολυαρχία και να δημιουργηθεί ένας ενιαίος φορέας διαχείρισης των υδατικών πόρων υπεύθυνος για την εκτίμηση και καταγραφή των διαθέσιμων υδατικών πόρων σε επίπεδο χώρας και υδατικού διαμερίσματος. Η συμμετοχή των φορέων χρηστών σε όλα τα στάδια του σχεδιασμού σαν εναλλακτική λύση του εφαρμοζόμενου κρατικού σχεδιασμού και συντονισμού θα συμβάλει στην άμβλυνση των εντάσεων μεταξύ των χρηστών. Το νερό θα πρέπει να θεωρείται οικονομικό αγαθό και επομένως θα πρέπει να εφαρμόζεται η ενδεδειγμένη κατά περίπτωση πολιτική τιμών. Τέλος η αξιοποίηση των υποβαθμισμένης ποιότητας νερών (αλατούχα, επεξεργασμένα υγρά απόβλητα, κλπ) για γεωργική και βιομηχανική χρήση πρέπει να είναι μέσα στους σκοπούς της στρατηγικής για την αντιμετώπιση του προβλήματος της έλλειψης νερού.
Ιδιαίτερη προσοχή θα πρέπει να δοθεί στη καλύτερη διαχείριση του διαθέσιμου νερού με περιορισμό των απωλειών ή της σπατάλης από τους χρήστες. Αυτό για τη γεωργία σημαίνει να χαραχθεί άμεσα μια αγροτική πολιτική που θα αφορά την επιλογή των κατάλληλων καλλιεργειών ανάλογα με τα υδατικά διαθέσιμα της κάθε περιοχής και σωστή οργάνωση και εφαρμογή της άρδευσης.
Δηλαδή ενημέρωση των αγροτών για τις ανάγκες των καλλιεργειών σε νερό, χρήση σύγχρονων συστημάτων άρδευσης που εξοικονομούν νερό και ενέργεια, ενημέρωση καί καθοδήγηση στην εφαρμογή της άρδευσης και επαρκή επιστημονική υποστήριξη.
Συμπερασματικά, θα πρέπει να υπάρξει στροφή σε μορφές βιώσιμης ανάπτυξης που συμβάλλουν σημαντικά στην άμβλυνση των κλιματικών αλλαγών, όπως οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και η διατήρησης των φυσικών οικοσυστημάτων.
Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα <<ΧΑΝΙΩΤΙΚΑ ΝΕΑ>>, Σάββατο 8 Δεκεμβρίου 2007
* Ο ο δρ. Κωνσταντίνος Χαρτζουλάκης είναι Γεωπόνος ερευνητής, πρώην διευθυντής Ινστιτούτου Ελιάς και Υποτροπικών Φυτών